- στρήνα
- ἡ, ΜΑτο δώρο που δινόταν κατά την πρώτη ημέρα τού έτους, επινομίς*.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. strena].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στρήναν — στρήνᾱν , στρήνα strena fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)